πολυώνυχος

πολυώνυχος
-ον, Α
1. (για πουλιά) αυτός που έχει πολλά νύχια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυώνυχα
τα θηλαστικά που έχουν διχοτομημένη οπλή, σε αντίθεση με όσα είναι μονώνυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ώνυχος (< ὄνυξ, -υχος «νύχι»), πρβλ. μον-ώνυχος. Το -ω- τού β' συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυωνύχων — πολυώνυχος with many claws masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώνυχοι — πολυώνυχος with many claws masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • αβραλία — (abralia).Γένος μαλακίων που ζουν στα νερά της Μεσογείου, του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού. Ανήκουν στην τάξη των κεφαλόποδων και έχουν σώμα κυλινδρικό με βραχίονες χωρίς μίσχο (επιφυείς βραχίονες) και κροσσούς στο κάτω μέρος. Το γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”